hotfix
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hotfix | hotfixes |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
hotfix (en)
- (πληροφορική) επείγουσα διόρθωση στο λογισμικό (συνήθως) μεμονωμένου πελάτη. Διαφέρει από το επίθεμα (patch) το οποίο απευθύνεται στο σύνολο των πελατών μιας συγκεκριμένης έκδοσης λογισμικού [1]