πρόθεμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρόθεμα | τα | προθέματα |
γενική | του | προθέματος | των | προθεμάτων |
αιτιατική | το | πρόθεμα | τα | προθέματα |
κλητική | πρόθεμα | προθέματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρόθεμα ουδέτερο
- φωνήεν το οποίο προστίθεται στην αρχή λέξεων, όταν το θέμα αρχίζει από σύμφωνο ή από συμφωνικό σύμπλεγμα και δεν επιφέρει σημασιολογική μεταβολή στις λέξεις