ευνόητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευνόητος | η | ευνόητη | το | ευνόητο |
γενική | του | ευνόητου | της | ευνόητης | του | ευνόητου |
αιτιατική | τον | ευνόητο | την | ευνόητη | το | ευνόητο |
κλητική | ευνόητε | ευνόητη | ευνόητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευνόητοι | οι | ευνόητες | τα | ευνόητα |
γενική | των | ευνόητων | των | ευνόητων | των | ευνόητων |
αιτιατική | τους | ευνόητους | τις | ευνόητες | τα | ευνόητα |
κλητική | ευνόητοι | ευνόητες | ευνόητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευνόητος < ελληνιστική κοινή εὐνόητος < αρχαία ελληνική εὖ + νοητός < νόος / νοῦς
Επίθετο
επεξεργασίαευνόητος, -η, -ο
- που τον κατανοούμε εύκολα, που τον καταλαβαίνουμε, που εννοείται εύκολα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευνόητος