ευνόητος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ευνόητος < ελληνιστική κοινή εὐνόητος < αρχαία ελληνική εὖ + νοητός < νόος / νοῦς
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ευνόητος, -η, -ο
- που τον κατανοούμε εύκολα, που τον καταλαβαίνουμε, που εννοείται εύκολα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ευνόητος