Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευνοήτως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευνοήτως
<
μεσαιωνική ελληνική
ευνοήτως
<
ελληνιστική κοινή
εὐνόητος
Επίρρημα
επεξεργασία
ευνοήτως
(
λόγιο
)
άλλη μορφή
του
ευνόητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευνοήτως
→
δείτε
τη λέξη
ευνόητα