ευκολονόητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαευκολονόητος
- που εύκολα νοείται ή γίνεται εύκολα κατανοητός
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευκολονόητος
|
Δείτε επίσης : ευνόητος |
ευκολονόητος
|