ενικός         πληθυντικός  
facile faciles

facile (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Ετυμολογία

επεξεργασία
facile < facil- + -e

Επίρρημα

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
facile facili

facile (it) αρσενικό ή θηλυκό