ευκολονόητων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαευκολονόητων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ευκολονόητος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ευκολονόητος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευκολονόητος