εξάμηνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξάμηνο | τα | εξάμηνα |
γενική | του | εξαμήνου & εξάμηνου |
των | εξαμήνων |
αιτιατική | το | εξάμηνο | τα | εξάμηνα |
κλητική | εξάμηνο | εξάμηνα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈksa.mi.no/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξάμηνο ουδέτερο
- διάρκεια έξι μηνών, μισός χρόνος
- (στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) το μισό του ακαδημαϊκού έτους, τυπική περίοδος στην οποία καταμερίζονται τα μαθήματα που πρέπει να παρακολουθήσει και να περάσει ένας σπουδαστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξάμηνο
|