semester
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
semester | semesters |
Ουσιαστικό επεξεργασία
semester (en)
- το εξάμηνο
- ↪ This History is for the fourth semester.
- Η Ιστορία αυτή είναι για το τέταρτο εξάμηνο.
- ↪ This History is for the fourth semester.