ενικός         πληθυντικός  
semestre semestres

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

semestre (fr) αρσενικό

  • το εξάμηνο
    Ce cours dure un semestre. Αυτό το μάθημα διαρκεί ένα εξάμηνο.


      ενικός         πληθυντικός  
semestre semestri

  Ετυμολογία

επεξεργασία
semestre < λατινική semestris

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

semestre (it) αρσενικό