Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξάρι τα εξάρια
      γενική του εξαριού των εξαριών
    αιτιατική το εξάρι τα εξάρια
     κλητική εξάρι εξάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τα τέσσερα εξάρια μιας τράπουλας
 
το εξάρι μιας ομάδας μπάσκετ

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξάρι < έξ(ι) + -άρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξάρι ουδέτερο

  1. το ψηφίο έξι
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από έξι ομοειδή αντικείμενα
    • διαμέρισμα με έξι κύρια δωμάτια
  3. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 6
  4. (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται στην κεντροαμυντική θέση της σύνθεσης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία