εξάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάρα | οι | εξάρες |
γενική | της | εξάρας | — | |
αιτιατική | την | εξάρα | τις | εξάρες |
κλητική | εξάρα | εξάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξάρα θηλυκό
- (προφορικό) σύνολο έξι ημερών (ως ποινή ή κάτι άλλο)
- (προφορικό) σύνολο έξι γκολ
- (συνήθως στον πληθυντικό: εξάρες) εμφάνιση του αριθμού έξι και στα δύο ζάρια (στο τάβλι ή άλλο παρόμοιο παιχνίδι)
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξάρα
|