έξις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έξις < ἕξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέξις θηλυκό
- η έξη, το επίκτητο, η συνήθεια σε αντιδιαστολή προς το κληρονομούμενο, to φυσικό, εκ γενετής χαρακτηριστικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- έξις δευτέρα φύσις (εστί)