ξηραντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξηραντικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξηραντικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksi.ɾan.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξη‐ρα‐ντι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαξηραντικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξηραντικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξηραντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας