χαμάμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαμάμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική hamam < αραβική حمّام (ḥammām: ζεστό νερό, χαμάμ) < ρίζα ح م م (ḥ-m-m: ζεστός)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαμάμ ουδέτερο άκλιτο
- κτήριο με θερμά λουτρά και (κατ’ επέκταση) το σωματικό πλύσιμο σ’ αυτά
- (μεταφορικά) κάθε κτήριο ή δωμάτιο με υπερβολική ζέστη