Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμαμτζής οι χαμαμτζήδες
      γενική του χαμαμτζή των χαμαμτζήδων
    αιτιατική τον χαμαμτζή τους χαμαμτζήδες
     κλητική χαμαμτζή χαμαμτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμαμτζής < τουρκική hamamcı < hamam (χαμάμ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμαμτζής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία