πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμαμτζής οι χαμαμτζήδες
      γενική του χαμαμτζή των χαμαμτζήδων
    αιτιατική τον χαμαμτζή τους χαμαμτζήδες
     κλητική χαμαμτζή χαμαμτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμαμτζής < τουρκική hamamcı < hamam (χαμάμ)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμαμτζής αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία