Δείτε επίσης: χαμάμ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταμάμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική tamam < αραβική تمام (tamām, εντελώς)

  Επίρρημα επεξεργασία

ταμάμ

  • ακριβώς
    1. στην ώρα του
    2. ταιριαστά, σωστά, στα μέτρα του

  Μεταφράσεις επεξεργασία