ξηραντήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξηραντήριο | τα | ξηραντήρια |
γενική | του | ξηραντήριου & ξηραντηρίου |
των | ξηραντήριων & ξηραντηρίων |
αιτιατική | το | ξηραντήριο | τα | ξηραντήρια |
κλητική | ξηραντήριο | ξηραντήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξηραντήριο < ξηραίνω + -τήριο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική séchoir)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξηραντήριο ουδέτερο