χλίω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χλίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πρασινίζω) (ομόρριζο με τα χλεύη, χλωρός, χλαρός και χλιδή)
Ρήμα
επεξεργασίαχλίω [ ῑ ]
- γίνομαι μαλακός, μαλθακός
- γίνομαι θερμός
- ζω άσωτα
- κοκορεύομαι, υπερηφανεύομαι
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χλίω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χλίω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.