↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλιαρός η χλιαρή το χλιαρό
      γενική του χλιαρού της χλιαρής του χλιαρού
    αιτιατική τον χλιαρό τη χλιαρή το χλιαρό
     κλητική χλιαρέ χλιαρή χλιαρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλιαροί οι χλιαρές τα χλιαρά
      γενική των χλιαρών των χλιαρών των χλιαρών
    αιτιατική τους χλιαρούς τις χλιαρές τα χλιαρά
     κλητική χλιαροί χλιαρές χλιαρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλιαρός < αρχαία ελληνική χλιαρός (και ιωνικός τύποςχλιερός: υπόθερμος, αδιάφορος) χλίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πρασινίζω)

  Επίθετο

επεξεργασία

χλιαρός

  1. που είναι μέτρια ζεστός
    χλιαρό νερό
  2. (μεταφορικά) που δεν εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον
    η υποδοχή ήταν χλιαρή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία