χλιαρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χλιαρός | η | χλιαρή | το | χλιαρό |
γενική | του | χλιαρού | της | χλιαρής | του | χλιαρού |
αιτιατική | τον | χλιαρό | τη | χλιαρή | το | χλιαρό |
κλητική | χλιαρέ | χλιαρή | χλιαρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χλιαροί | οι | χλιαρές | τα | χλιαρά |
γενική | των | χλιαρών | των | χλιαρών | των | χλιαρών |
αιτιατική | τους | χλιαρούς | τις | χλιαρές | τα | χλιαρά |
κλητική | χλιαροί | χλιαρές | χλιαρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλιαρός < αρχαία ελληνική χλιαρός (και ιωνικός τύπος χλιερός: υπόθερμος, αδιάφορος) χλίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πρασινίζω)
Επίθετο
επεξεργασίαχλιαρός
- που είναι μέτρια ζεστός
- χλιαρό νερό
- (μεταφορικά) που δεν εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον
- η υποδοχή ήταν χλιαρή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χλιαρός
|