πρασινίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρασινίζω < ελληνιστική κοινή πρᾰσῐνίζω[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πράσινος < πράσον
Ρήμα
επεξεργασίαπρασινίζω
- (μεταβατικό) βάφω κάτι πράσινο
- (αμετάβατο) γίνομαι πράσινος
- (κατ’ επέκταση) (για εκτάσεις γης, δέντρα κ.λπ.) βγάζω πράσινη χλόη, πράσινα φύλλα κ.λπ.
- (κατ’ επέκταση) κάνω μια έκταση πράσινη φυτεύοντας δέντρα, λουλούδια κ.λπ.
- (μεταφορικά) θυμώνω, οργίζομαι
- (μεταφορικά) ζηλεύω πολύ
Συγγενικά
επεξεργασία- πρασίνισμα
- πρασινισμένος
- → δείτε τη λέξη πράσινος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρασινίζω | πρασίνιζα | θα πρασινίζω | να πρασινίζω | πρασινίζοντας | |
β' ενικ. | πρασινίζεις | πρασίνιζες | θα πρασινίζεις | να πρασινίζεις | πρασίνιζε | |
γ' ενικ. | πρασινίζει | πρασίνιζε | θα πρασινίζει | να πρασινίζει | ||
α' πληθ. | πρασινίζουμε | πρασινίζαμε | θα πρασινίζουμε | να πρασινίζουμε | ||
β' πληθ. | πρασινίζετε | πρασινίζατε | θα πρασινίζετε | να πρασινίζετε | πρασινίζετε | |
γ' πληθ. | πρασινίζουν(ε) | πρασίνιζαν πρασινίζαν(ε) |
θα πρασινίζουν(ε) | να πρασινίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρασίνισα | θα πρασινίσω | να πρασινίσω | πρασινίσει | ||
β' ενικ. | πρασίνισες | θα πρασινίσεις | να πρασινίσεις | πρασίνισε | ||
γ' ενικ. | πρασίνισε | θα πρασινίσει | να πρασινίσει | |||
α' πληθ. | πρασινίσαμε | θα πρασινίσουμε | να πρασινίσουμε | |||
β' πληθ. | πρασινίσατε | θα πρασινίσετε | να πρασινίσετε | πρασινίστε | ||
γ' πληθ. | πρασίνισαν πρασινίσαν(ε) |
θα πρασινίσουν(ε) | να πρασινίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πρασινίσει | είχα πρασινίσει | θα έχω πρασινίσει | να έχω πρασινίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πρασινίσει | είχες πρασινίσει | θα έχεις πρασινίσει | να έχεις πρασινίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πρασινίσει | είχε πρασινίσει | θα έχει πρασινίσει | να έχει πρασινίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πρασινίσει | είχαμε πρασινίσει | θα έχουμε πρασινίσει | να έχουμε πρασινίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πρασινίσει | είχατε πρασινίσει | θα έχετε πρασινίσει | να έχετε πρασινίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πρασινίσει | είχαν πρασινίσει | θα έχουν πρασινίσει | να έχουν πρασινίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρασινίζω
|
- ↑ πρασινίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ πρασινίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πρασινίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας