Ετυμολογία

επεξεργασία
πρασινίζω < ελληνιστική κοινή πρᾰσῐνίζω[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πράσινος < πράσον

πρασινίζω

  1. (μεταβατικό) βάφω κάτι πράσινο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πράσινος
  3. (κατ’ επέκταση) (για εκτάσεις γης, δέντρα κ.λπ.) βγάζω πράσινη χλόη, πράσινα φύλλα κ.λπ.
  4. (κατ’ επέκταση) κάνω μια έκταση πράσινη φυτεύοντας δέντρα, λουλούδια κ.λπ.
  5. (μεταφορικά) θυμώνω, οργίζομαι
  6. (μεταφορικά) ζηλεύω πολύ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πρασινίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. πρασινίζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. πρασινίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας