Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρασινισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρασινισμέν
ος
η
πρασινισμέν
η
το
πρασινισμέν
ο
γενική
του
πρασινισμέν
ου
της
πρασινισμέν
ης
του
πρασινισμέν
ου
αιτιατική
τον
πρασινισμέν
ο
την
πρασινισμέν
η
το
πρασινισμέν
ο
κλητική
πρασινισμέν
ε
πρασινισμέν
η
πρασινισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρασινισμέν
οι
οι
πρασινισμέν
ες
τα
πρασινισμέν
α
γενική
των
πρασινισμέν
ων
των
πρασινισμέν
ων
των
πρασινισμέν
ων
αιτιατική
τους
πρασινισμέν
ους
τις
πρασινισμέν
ες
τα
πρασινισμέν
α
κλητική
πρασινισμέν
οι
πρασινισμέν
ες
πρασινισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πρασινισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πρασινίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρασινισμένος