↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρασινισμένος η πρασινισμένη το πρασινισμένο
      γενική του πρασινισμένου της πρασινισμένης του πρασινισμένου
    αιτιατική τον πρασινισμένο την πρασινισμένη το πρασινισμένο
     κλητική πρασινισμένε πρασινισμένη πρασινισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρασινισμένοι οι πρασινισμένες τα πρασινισμένα
      γενική των πρασινισμένων των πρασινισμένων των πρασινισμένων
    αιτιατική τους πρασινισμένους τις πρασινισμένες τα πρασινισμένα
     κλητική πρασινισμένοι πρασινισμένες πρασινισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πρασινισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία