πρασινισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπρασινισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πρασινισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πρασινισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρασινισμένος