χλίανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλίανση | οι | χλιάνσεις |
γενική | της | χλίανσης* | των | χλιάνσεων |
αιτιατική | τη | χλίανση | τις | χλιάνσεις |
κλητική | χλίανση | χλιάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χλιάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλίανση < χλιαίνω + -ση < αρχαία ελληνική χλιαίνω < χλίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πρασινίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxli.an.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλίανση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χλιαίνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χλίανσω | χλιανσα | θα χλίανσω | να χλίανσω | χλίανσοντας | |
β' ενικ. | χλίανσεις | χλιανσες | θα χλίανσεις | να χλίανσεις | χλιανσε | |
γ' ενικ. | χλίανσει | χλιανσε | θα χλίανσει | να χλίανσει | ||
α' πληθ. | χλίανσουμε | χλίανσαμε | θα χλίανσουμε | να χλίανσουμε | ||
β' πληθ. | χλίανσετε | χλίανσατε | θα χλίανσετε | να χλίανσετε | χλίανσετε | |
γ' πληθ. | χλίανσουν(ε) | χλιανσαν χλίανσαν(ε) |
θα χλίανσουν(ε) | να χλίανσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χλίανα | θα χλίάνω | να χλίάνω | χλίάνει | ||
β' ενικ. | χλίανες | θα χλίάνεις | να χλίάνεις | χλίανε | ||
γ' ενικ. | χλίανε | θα χλίάνει | να χλίάνει | |||
α' πληθ. | χλίάναμε | θα χλίάνουμε | να χλίάνουμε | |||
β' πληθ. | χλίάνατε | θα χλίάνετε | να χλίάνετε | χλίάνετε | ||
γ' πληθ. | χλίαναν χλίάναν(ε) |
θα χλίάνουν(ε) | να χλίάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χλίάνει | είχα χλίάνει | θα έχω χλίάνει | να έχω χλίάνει | ||
β' ενικ. | έχεις χλίάνει | είχες χλίάνει | θα έχεις χλίάνει | να έχεις χλίάνει | ||
γ' ενικ. | έχει χλίάνει | είχε χλίάνει | θα έχει χλίάνει | να έχει χλίάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε χλίάνει | είχαμε χλίάνει | θα έχουμε χλίάνει | να έχουμε χλίάνει | ||
β' πληθ. | έχετε χλίάνει | είχατε χλίάνει | θα έχετε χλίάνει | να έχετε χλίάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν χλίάνει | είχαν χλίάνει | θα έχουν χλίάνει | να έχουν χλίάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χλίανση
|