Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιτιλιά οι φιτιλιές
      γενική της φιτιλιάς των φιτιλιών
    αιτιατική τη φιτιλιά τις φιτιλιές
     κλητική φιτιλιά φιτιλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιτιλιά < φιτίλ(ι) + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιτιλιά θηλυκό

  1. το άναμμα του φιτιλιού
  2. (μεταφορικά) η πυροδότηση καβγά, διαφωνιών, η αφορμή που σκόπιμα δίνεται από κάποιον για να "ανάψει" μια συζήτηση, να δημιουργηθεί ένταση και έντονη δυσαρέσκεια

Εκφράσεις επεξεργασία

  • Μη βάζεις φιτιλιές : όταν κάποιος προβοκάρει, "ρίχνει λάδι στη φωτιά", δίνει εναύσματα για να ξεσπάσει καβγάς ή να επιδεινωθεί μια ήδη τεταμένη κατάσταση

  Μεταφράσεις επεξεργασία