φιτιλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιτιλιά | οι | φιτιλιές |
γενική | της | φιτιλιάς | των | φιτιλιών |
αιτιατική | τη | φιτιλιά | τις | φιτιλιές |
κλητική | φιτιλιά | φιτιλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφιτιλιά θηλυκό
- το άναμμα του φιτιλιού
- (μεταφορικά) η πυροδότηση καβγά, διαφωνιών, η αφορμή που σκόπιμα δίνεται από κάποιον για να "ανάψει" μια συζήτηση, να δημιουργηθεί ένταση και έντονη δυσαρέσκεια
Εκφράσεις
επεξεργασία- Μη βάζεις φιτιλιές : όταν κάποιος προβοκάρει, "ρίχνει λάδι στη φωτιά", δίνει εναύσματα για να ξεσπάσει καβγάς ή να επιδεινωθεί μια ήδη τεταμένη κατάσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιτιλιά
βάζω φιτιλιές