έναυσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έναυσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔναυσμα (σπινθήρας, κίνητρο)[1] < αρχαία ελληνική ἐναύω (ανάβω φωτιά, προκαλώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.nav.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ναυ‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέναυσμα ουδέτερο
- η αιτία, η αφορμή που εξεγείρει και παροξύνει τα πάθη
- ※ οι φωτιές του 2007 ... ήταν το έναυσμα για την ίδρυση του Πυροσβεστικού Κλιμακίου στην περιοχή (Ακρίτες - φρουροί και για πυρκαγιές, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 13 Αυγούστου 2010 )
- (στρατιωτικός όρος) το μέσο που προκαλεί ή ενισχύει την πυροδότηση της γόμωσης εκρηκτικής ύλης [2]
- → δείτε και τη λέξη έναυση (άναμμα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ έναυσμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)