Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐναύω < λείπει η ετυμολογία

ἐναύω

  1. δίνω φωτιά
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 231.1
    οὔτε οἱ πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο, ὄνειδός τε εἶχε ὁ τρέσας Ἀριστόδημος καλεόμενος.
    κανένας Σπαρτιάτης δεν του έδινε ν᾽ ανάψει απ᾽ τη φωτιά του ούτε κουβέντιαζε μαζί του· και τον ακολουθούσε ο εμπαιγμός καθώς του έβγαλαν τ᾽ όνομα «Αριστόδημος ο Κιοτής».
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. ανάβω φωτιά σε κάποιον
  3. (στη μέση φωνή) (για ποιητές) αντλώ έμπνευση
    ※  3ος πκε αιώνας Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, Ίαμβοι, στίχ. 335 (στίχοι 334-335) @archive.org @scaife.perseus
    Ἔφεσον ὅθεν πῦρ οἱ τὰ μέτρα μέλλοντες | τὰ χωλὰ τίκτειν μὴ μαθῶς ἐναύονται.
  4. (στη μέση φωνή) παίρνω φωτιά
  5. (στη μέση φωνή) (μεταφορικά) παίρνω κάτι με μετάδοση
  6. ομιλώ, κραυγάζω
  7. ικετεύω