Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπόντα οι σπόντες
      γενική της σπόντας
    αιτιατική τη σπόντα τις σπόντες
     κλητική σπόντα σπόντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπόντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sponda < λατινική sponda (το πλαίσιο που στηρίζει το στρώμα ενός κρεβατιού) < πρωτοϊταλική *sponda (πλαίσιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spond-h₂-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπόντα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το μέσα τμήμα του πλαισίου ενός τραπεζιού μπιλιάρδου
  2. (μεταφορικά) κουβέντα που λέγεται για κάποιον και υπονοεί (άσχημα) πράγματα γι’ αυτόν αλλά και τον ενοχλεί
  3. (κυπριακά) καρφί

Εκφράσεις επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία