μπηχτή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπηχτή < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπηχτή θηλυκό
- (αργκό) ύπουλο χτύπημα
- (μεταφορικά) σκωπτικός ή με κακή πρόθεση υπαινιγμός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμπηχτή