Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπηχτή < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπηχτή θηλυκό

  1. (αργκό) ύπουλο χτύπημα
     συνώνυμα: μουλλωχτή
  2. (μεταφορικά) σκωπτικός ή με κακή πρόθεση υπαινιγμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μπηχτή