Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπηχτός η μπηχτή το μπηχτό
      γενική του μπηχτού της μπηχτής του μπηχτού
    αιτιατική τον μπηχτό την μπηχτή το μπηχτό
     κλητική μπηχτέ μπηχτή μπηχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπηχτοί οι μπηχτές τα μπηχτά
      γενική των μπηχτών των μπηχτών των μπηχτών
    αιτιατική τους μπηχτούς τις μπηχτές τα μπηχτά
     κλητική μπηχτοί μπηχτές μπηχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπηχτός < μπήγω + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

μπηχτός

  1. άλλη μορφή του μπηγμένος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μπηχτή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία