Anspielung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Anspielung | die | Anspielungen |
γενική | der | Anspielung | der | Anspielungen |
δοτική | der | Anspielung | den | Anspielungen |
αιτιατική | die | Anspielung | die | Anspielungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAnspielung (de) auf (+ αιτιατική) θηλυκό