psaume
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- psaume < psalme < εκκλησιαστική λατινική psalmum < ψαλμός
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
psaume | psaumes |
psaume (fr) αρσενικό
- ο ψαλμός
ενικός | πληθυντικός |
psaume | psaumes |
psaume (fr) αρσενικό