Ετυμολογία

επεξεργασία
psaume < psalme < εκκλησιαστική λατινική psalmum < ψαλμός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psom/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
psaume psaumes

psaume (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία