psautier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- psautier < psaltier < λατινική psalterium < αρχαία ελληνική ψαλτήριον
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
psautier | psautiers |
psautier (fr) αρσενικό
- το ψαλτήριο
ενικός | πληθυντικός |
psautier | psautiers |
psautier (fr) αρσενικό