Ετυμολογία

επεξεργασία
psautier < psaltier < λατινική psalterium < αρχαία ελληνική ψαλτήριον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pso.tje/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
psautier psautiers

psautier (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία