Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαλτήριον < ψάλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαλτήριον ουδέτερο

  • έγχορδο μουσικό όργανο, είδος άρπας

Συγγενικά επεξεργασία