Ουσιαστικό

επεξεργασία

fil (az)



Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fil fils

fil (fr) αρσενικό

  1. η κλωστή
  2. το νήμα, ο ειρμός
    j'ai perdu le fil de la discussion - έχασα το νήμα της συζήτησης
    le fil d'Ariane - το νήμα της Αριάδνης

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • de fil en aiguille



Ουσιαστικό

επεξεργασία

fil (tr)

  1. (θηλαστικό ζώο) ο ελέφαντας