νοηματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανοηματικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στο νόημα, το περιεχόμενο ενός κειμένου
- που αναφέρεται στο νόημα, την κίνηση με το χέρι
- οι κωφοί επικοινωνούν με τη νοηματική γλώσσα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νοηματικός
|