Δείτε επίσης: αλληλούχιση, αλληλουχία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλούχηση οι αλληλουχήσεις
      γενική της αλληλούχησης* των αλληλουχήσεων
    αιτιατική την αλληλούχηση τις αλληλουχήσεις
     κλητική αλληλούχηση αλληλουχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλουχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλληλούχηση < αλληλουχώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sequencing)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλληλούχηση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία