αυτογνωσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυτογνωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική autognosie < αρχαία ελληνική αὐτός + γνῶσις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτογνωσία θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτογνωσία