γνῶσις
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γνῶσῐς | αἱ | γνώσεις |
γενική | τῆς | γνώσεως | τῶν | γνώσεων |
δοτική | τῇ | γνώσει | ταῖς | γνώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | γνῶσῐν | τὰς | γνώσεις |
κλητική ὦ! | γνῶσῐ | γνώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γνώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γνωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
γνῶσις < θέμα γνω- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (ξέρω, γνωρίζω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γνῶσις θηλυκό
- επίγνωση, αναγνώριση
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7.44.2. @greek-language.gr
- ἦν μὲν γὰρ σελήνη λαμπρά, ἑώρων δὲ οὕτως ἀλλήλους... τὴν δὲ γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι. ὁπλῖται δὲ ἀμφοτέρων οὐκ ὀλίγοι ἐν στενοχωρίᾳ ἀνεστρέφοντο
- και όταν ήταν φωτεινή η σελήνη έβλεπαν ο ένας τον άλλον... όμως δεν ήταν βέβαιοι ότι αναγνώριζαν τους δικους τους. Πολλοί στρατιώτες και από τις δύο πλευρές κινούνταν πάνω κατω σε μικρό χώρο.
- γνωριμία με κάποιον
- εξέταση, διερεύνηση, αναζήτηση με σκοπό τη μάθηση, την ενημέρωση, την επίγνωση (ελληνιστική έννοια)
- τὰς τῶν δικαστηρίων γνώσεις
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- γνῶσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γνῶσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.