Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γνῶσῐς αἱ γνώσεις
      γενική τῆς γνώσεως τῶν γνώσεων
      δοτική τῇ γνώσει ταῖς γνώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γνῶσῐν τὰς γνώσεις
     κλητική ! γνῶσῐ γνώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γνώσει
γεν-δοτ τοῖν  γνωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γνῶσις < θέμα γνω- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (ξέρω, γνωρίζω)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

γνῶσις θηλυκό

  1. επίγνωση, αναγνώριση
    ※ 5ος αιώνας πκε  Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7.44.2. @greek-language.gr
    ἦν μὲν γὰρ σελήνη λαμπρά, ἑώρων δὲ οὕτως ἀλλήλους... τὴν δὲ γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι. ὁπλῖται δὲ ἀμφοτέρων οὐκ ὀλίγοι ἐν στενοχωρίᾳ ἀνεστρέφοντο
    και όταν ήταν φωτεινή η σελήνη έβλεπαν ο ένας τον άλλον... όμως δεν ήταν βέβαιοι ότι αναγνώριζαν τους δικους τους. Πολλοί στρατιώτες και από τις δύο πλευρές κινούνταν πάνω κατω σε μικρό χώρο.
  2. γνωριμία με κάποιον
  3. εξέταση, διερεύνηση, αναζήτηση με σκοπό τη μάθηση, την ενημέρωση, την επίγνωση (ελληνιστική έννοια)
    τὰς τῶν δικαστηρίων γνώσεις

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία