γνῶσις
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
γνῶσις < γιγνώσκω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γνῶσις θηλυκό
- επίγνωση, αναγνώριση
- ἦν μὲν γὰρ σελήνη λαμπρά, ἑώρων δὲ οὕτως ἀλλήλους...τὴν δὲ γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι. ὁπλῖται δὲ ἀμφοτέρων οὐκ ὀλίγοι ἐν στενοχωρίᾳ ἀνεστρέφοντο (και όταν ήταν φωτεινή η σελήνη έβλεπαν ο ένας τον άλλον... όμως δεν ήταν βέβαιοι ότι αναγνώριζαν τους δικους τους. Πολλοί στρατιώτες και από τις δύο πλευρές κινούνταν πάνω κατω σε μικρό χώρο)
- γνωριμία με κάποιον
- εξέταση, διερεύνηση, αναζήτηση με σκοπό τη μάθηση, την ενημέρωση, την επίγνωση (ελληνιστική έννοια)
- τὰς τῶν δικαστηρίων γνώσεις