ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόγνωσῐς αἱ προγνώσεις
      γενική τῆς προγνώσεως τῶν προγνώσεων
      δοτική τῇ προγνώσει ταῖς προγνώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόγνωσῐν τὰς προγνώσεις
     κλητική ! πρόγνωσῐ προγνώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προγνώσει
γεν-δοτ τοῖν  προγνωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόγνωσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόγνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)