πρόγνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρόγνωσῐς | αἱ | προγνώσεις | ||||
γενική | τῆς | προγνώσεως | τῶν | προγνώσεων | ||||
δοτική | τῇ | προγνώσει | ταῖς | προγνώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πρόγνωσῐν | τὰς | προγνώσεις | ||||
κλητική ὦ! | πρόγνωσῐ | προγνώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προγνώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προγνωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόγνωσις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόγνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- πρόγνωση (όπως και για ασθένειες)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πρόγνωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόγνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.