πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάγνωσῐς αἱ διαγνώσεις
      γενική τῆς διαγνώσεως τῶν διαγνώσεων
      δοτική τῇ διαγνώσει ταῖς διαγνώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάγνωσῐν τὰς διαγνώσεις
     κλητική ! διάγνωσῐ διαγνώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαγνώσει
γεν-δοτ τοῖν  διαγνωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διάγνωσις < διαγιγνώσκω, δια- + γνω- (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃-) + -σις  δείτε και τη λέξη γνῶσις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: διάγνωση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάγνωσις, -εως θηλυκό

  1. (ιατρική) διάγνωση
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων, (De capitis vulneribus), 19, p.252, @scaife.perseus
    Ὅστις δὲ μέλλει ἐκ τρωμάτων ἐν κεφαλῇ ἀποθνήσκειν, καὶ μὴ δυνατὸν αὐτὸν ὑγιᾶ γενέσθαι, μηδὲ σωθῆναι, ἐκ τῶνδε τῶν σημείων χρὴ τὴν διάγνωσιν ποιέεσθαι τοῦ μέλλοντος ἀποθνήσκειν, καὶ προλέγειν τὸ μέλλον ἔσεσθαι.
  2. η διάκριση
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 50.2
    πολλῶν γὰρ νεῶν οὐσῶν ἀμφοτέρων καὶ ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάσσης ἐπεχουσῶν, ἐπειδὴ ξυνέμειξαν ἀλλήλοις, οὐ ῥᾳδίως τὴν διάγνωσιν ἐποιοῦντο ὁποῖοι ἐκράτουν ἢ ἐκρατοῦντο·
    Οι δύο στόλοι ήσαν πολυάριθμοι και κάλυπταν μεγάλη θαλάσσια έκταση. Έτσι, όταν άρχισε η ναυμαχία, ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιός νικούσε και ποιός έχανε.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
    1. η διαφοροποίηση, το να διακρίνεις διαφορές
        4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 128
      σοὶ δ᾽ ἀρετῆς, ὦ κάθαρμα, ἢ τοῖς σοῖς τίς μετουσία; ἢ καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς διάγνωσις;
      Εσύ όμως, κάθαρμα, και το σόι σου ποιά σχέση έχετε με την αρετή; Ποιά η διάκριση για σένα ανάμεσα στο καλό και στο κακό;
      Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
    2. η ικανότητα διάκρισης
  3. σχηματισμός γνώμης
    1. απόφαση, κρίση
        5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 9, 865c @scaife.perseus
      τῆς δὲ ἀξίας οἱ δικασταὶ διάγνωσιν ποιείσθωσαν,