↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάγνωσῐς αἱ διαγνώσεις
      γενική τῆς διαγνώσεως τῶν διαγνώσεων
      δοτική τῇ διαγνώσει ταῖς διαγνώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάγνωσῐν τὰς διαγνώσεις
     κλητική ! διάγνωσῐ διαγνώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαγνώσει
γεν-δοτ τοῖν  διαγνωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάγνωσις < διαγιγνώσκω, δια- + γνω- (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃-) + -σις → δείτε και τη λέξη γνῶσις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: διάγνωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάγνωσις, -εως θηλυκό

  1. η διάκριση
    1. η διαφοροποίηση, το να διακρίνεις διαφορές
    2. η ικανότητα διάκρισης
  2. σχηματισμός γνώμης
    1. απόφαση
    2. κρίση