Δείτε επίσης: εμπειρία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐμπειρί αἱ ἐμπειρίαι
      γενική τῆς ἐμπειρίᾱς τῶν ἐμπειριῶν
      δοτική τῇ ἐμπειρί ταῖς ἐμπειρίαις
    αιτιατική τὴν ἐμπειρίᾱν τὰς ἐμπειρίᾱς
     κλητική ! ἐμπειρί ἐμπειρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐμπειρί
γεν-δοτ τοῖν  ἐμπειρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐμπειρία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐμπειρία, -ας θηλυκό

  1. εμπειρία, πείρα
    ※  4ος↑ αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 2
    ἐξῆν πρῶτον μὲν τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν πολιτῶν, ὥσπερ οἱ νόμοι προστάττουσι, σωφρόνως ἐπὶ τὸ βῆμα παρελθόντι ἄνευ θορύβου καὶ ταραχῆς ἐξ ἐμπειρίας τὰ βέλτιστα τῇ πόλει συμβουλεύειν,
    Έτσι, θα μπορούσε να ανέβαινε στο βήμα πρώτα ο πιο ηλικιωμένος πολίτης, όπως ορίζουν οι νόμοι, με ευπρέπεια, χωρίς αποδοκιμασίες και φωνασκίες, και να έδινε με την πείρα του τις καλύτερες συμβουλές στην πόλη·
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Φίλιππος, 152
    οὐχ ἵνα τοῖς βαρβάροις μόνον τοῖς ἐπὶ τῆς Εὐρώπης κατοικοῦσιν πολεμῶν διατελῇς, ἀλλ᾽ ὅπως ἂν ἐν τούτοις γυμνασθεὶς καὶ λαβὼν ἐμπειρίαν καὶ γνωσθεὶς οἷος εἶ, τούτων ἐπιθυμήσῃς ὧν ἐγὼ τυγχάνω συμβεβουλευκώς.
    και φυσικά μόνο για να μπορέσεις να συνεχίσεις τον πόλεμο ενάντια στους βαρβάρους που κατοικούνε στην Ευρώπη, αλλά κυρίως για να εξασκηθείς σ ᾽αυτούς, να αποχτήσεις πείρα, να συνειδητοποιήσεις τις δυνάμεις σου και ύστερα να στρέψεις την προσοχή σου σ᾽ αυτά που τώρα εγώ συμβουλεύω.
    Μετάφραση (1967): Στέλλα Μπαζάκου - Μαραγκουδάκη, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  2. γνώση που αποκτάται με την πρακτική άσκηση, εμπειρισμός
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 4, 720b @scaife.perseus
    κατʼ ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτῶνται,
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τὰ μετὰ τὰ φυσικά, 1.981a @poesialatina.it
    ἀποβαίνει δ' ἐπιστήμη καὶ τέχνη διὰ τῆς ἐμπειρίας τοῖς ἀνθρώποις: ἡ μὲν γὰρ ἐμπειρία τέχνην ἐποίησεν, ὡς φησὶ Πῶλος, ἡ δ' ἀπειρία τύχην. γίγνεται δὲ τέχνη ὅταν ἐκ πολλῶν τῆς ἐμπειρίας ἐννοημάτων μία καθόλου γένηται περὶ τῶν ὁμοίων ὑπόληψις.
  3. τέχνη
    ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Κατὰ τῶν σοφιστῶν, 14 @scaife.perseus
    αἱ μὲν γὰρ δυνάμεις καὶ τῶν λόγων καὶ τῶν ἄλλων ἔργων ἁπάντων ἐν τοῖς εὐφυέσιν ἐγγίγνονται καὶ τοῖς περὶ τὰς ἐμπειρίας γεγυμνασμένοις·

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία