ἐπίσταμαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐπίσταμαι < (ἐπί) ἐπ- + ἵσταμαι, μεσοπαθητική φωνή του ρήματος ἵστημι. Ρήμα ιωνικής προέλευσης· διατήρησε την ψιλωτική (μη δασυνόμενη) μορφή του, για να διακρίνεται από το ομηρικό ἐφίσταμαι του ἐφίστημι [1]
Ρήμα
ἐπίσταμαι
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη ἵστημι
Κλίση
Αναφορές
- ↑ επιστάμενος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἐπίσταμαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίσταμαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.