Δείτε επίσης: ἐφίσταμαι, ἐφίστημι

Αρχαία ελληνικά (grc)

  Ετυμολογία

ἐπίσταμαι < (ἐπί) ἐπ- + ἵσταμαι, μεσοπαθητική φωνή του ρήματος ἵστημι. Ρήμα ιωνικής προέλευσης· διατήρησε την ψιλωτική (μη δασυνόμενη) μορφή του, για να διακρίνεται από το ομηρικό ἐφίσταμαι του ἐφίστημι [1]

  Ρήμα

ἐπίσταμαι

  1. γνωρίζω καλά, ξέρω με βεβαιότητα, είμαι σε θέση να κάνω κάτι
  2. είμαι βέβαιος

Συγγενικά

→ και δείτε τη λέξη ἵστημι

Κλίση

  Αναφορές

  1. επιστάμενος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές