έκφανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκφανση | οι | εκφάνσεις |
γενική | της | έκφανσης* | των | εκφάνσεων |
αιτιατική | την | έκφανση | τις | εκφάνσεις |
κλητική | έκφανση | εκφάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκφανση < (ελληνιστική κοινή) ἔκφανσις < αρχαία ελληνική ἐκφαίνω < φαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέκφανση θηλυκό
- (λόγιο) το φανέρωμα
- (λογοτεχνικό) η έκφραση
- (φιλοσοφία) η πρώτη-πρώτη στιγμή στη διαδικασία της γνώσης
- μία από τις πιθανές πτυχές, ερμηνείες, εκδοχές, θεματολογίες κτλ.