Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκφανση οι εκφάνσεις
      γενική της έκφανσης* των εκφάνσεων
    αιτιατική την έκφανση τις εκφάνσεις
     κλητική έκφανση εκφάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έκφανση < (ελληνιστική κοινήἔκφανσις < αρχαία ελληνική ἐκφαίνω < φαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έκφανση θηλυκό

  1. (λόγιο) το φανέρωμα
     συνώνυμα: η φανέρωση, η εκδήλωση
  2. (λογοτεχνικό) η έκφραση
     συνώνυμα: η εκδήλωση
  3. (φιλοσοφία) η πρώτη-πρώτη στιγμή στη διαδικασία της γνώσης
     συνώνυμα: η αποκάλυψη, η εκδήλωση, η έκφραση, η φανέρωση
  4. μία από τις πιθανές πτυχές, ερμηνείες, εκδοχές, θεματολογίες κτλ.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία