ετερογνωσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετερογνωσία < ετερο- + -γνωσία (κατ’ αναλογία με τη λέξη αυτογνωσία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαετερογνωσία θηλυκό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ετερογνωσία
|
ετερογνωσία θηλυκό
|