Δείτε επίσης: gene, gêne, -gène

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gène < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʒɛn/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gène gènes

gène (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία