Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδρανειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αδρανειακ
ός
η
αδρανειακ
ή
το
αδρανειακ
ό
γενική
του
αδρανειακ
ού
της
αδρανειακ
ής
του
αδρανειακ
ού
αιτιατική
τον
αδρανειακ
ό
την
αδρανειακ
ή
το
αδρανειακ
ό
κλητική
αδρανειακ
έ
αδρανειακ
ή
αδρανειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αδρανειακ
οί
οι
αδρανειακ
ές
τα
αδρανειακ
ά
γενική
των
αδρανειακ
ών
των
αδρανειακ
ών
των
αδρανειακ
ών
αιτιατική
τους
αδρανειακ
ούς
τις
αδρανειακ
ές
τα
αδρανειακ
ά
κλητική
αδρανειακ
οί
αδρανειακ
ές
αδρανειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδρανειακός
<
αδράνεια
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
αδρανειακός
που έχει σχέση με την
αδράνεια
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αδράνεια
,
αδρανής
και
δρω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Αδρανειακό σύστημα αναφοράς
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδρανειακός
αγγλικά
:
inertial
(en)