Ετυμολογία

επεξεργασία
δράω < πρωτοελληνική *dráwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < *dréwh₂-e-ti < *dréwh₂- (τρέχω, ενεργώ)

δράω/δρῶ, παθ.φωνή: δράομαι/δρῶμαι

  1. ενεργώ, κατορθώνω, ποιώ, πράττω
    παράδειγμα  δρῶ τὰ ἱερά (προσφέρω θυσία)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Σημείωση: το β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα είναι δρά