δραπέτης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δραπέτης < αρχαία ελληνική
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δραπέτης αρσενικό, δραπέτις ή δραπέτισσα θηλυκό
- αυτός που καταφέρνει να φύγει από έναν κλειστό φρουρούμενο χώρο, μέσα στον οποίο είναι περιορισμένος· αυτός που καταφέρνει να δραπετεύσει, να αποδράσει από φυλακή, στρατόπεδο συγκέντρωσης
- (μεταφορικά) αυτός που καταφέρνει να ξεφύγει από ένα εχθρικό περιβάλλον