δραπέτης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δραπέτης | οι | δραπέτες |
γενική | του | δραπέτη | των | δραπετών |
αιτιατική | τον | δραπέτη | τους | δραπέτες |
κλητική | δραπέτη | δραπέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δραπέτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δραπέτης
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðɾaˈpe.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρα‐πέ‐της
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δραπέτης αρσενικό (θηλυκό δραπέτισσα ή δραπέτις λογιότερο)
- αυτός που καταφέρνει να φύγει από έναν κλειστό φρουρούμενο χώρο, μέσα στον οποίο είναι περιορισμένος· αυτός που καταφέρνει να δραπετεύσει, να αποδράσει από φυλακή, στρατόπεδο συγκέντρωσης
- (μεταφορικά) αυτός που καταφέρνει να ξεφύγει από ένα εχθρικό περιβάλλον
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δραπέτης | οἱ | δραπέται |
γενική | τοῦ | δραπέτου | τῶν | δραπετῶν |
δοτική | τῷ | δραπέτῃ | τοῖς | δραπέταις |
αιτιατική | τὸν | δραπέτην | τοὺς | δραπέτᾱς |
κλητική ὦ! | δραπέτᾰ | δραπέται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δραπέτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δραπέταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δραπέτης < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δραπέτης αρσενικό (θηλυκό δραπέτις)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «δραπέτης» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «δραπέτης» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.