δραπέτας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δραπέτας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδραπέτας αρσενικό
- δωρικός τύπος του δραπέτης
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Απόσπασμα 99, @books.google.gr
- δραπέτας εὐδαιμόνων οὐκ ἔστιν ὄλβος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Απόσπασμα 99, @books.google.gr
Πηγές
επεξεργασία- δραπέτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δραπέτας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.